-
1 увеличение
1. (в количестве, числе) η αύξηση 2. (в силе, мощности и т.д.) η επαύξηση, το μεγάλωμα 3. (линзы, объектива, изображения при печати и т.п.) η μεγέθυνσηлинейное - опт. γραμμική -угловое - опт. γωνιακή -электронное - (тлв.) ηλεκτρονική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > увеличение
-
2 αξία
η1) эк стоимость;ανταλλακτική αξία — меновая стоимость;
αξία χρήσης — потребительная стоимость;
ονομαστική αξία — номинальная стоимость;
ο νόμος της αξίας — закон стоимости;
2) цена, стоимость;αξία της οικίας — стоимость дома;
αγοράζω σπίτι αξίας εκατό χιλιάδων — купить дом стоимостью в сто тысяч;
δείγμα άνευ αξίας — бесплатный образец;
3) ценность, достоинство; значение, важность;η αξία της ανακάλυψης — ценность, значение открытия;
αξίατου βιβλίου — достоинство книги;
4) заслуга;μετάλλιρν στρατιωτικής αξίας — медаль за военные заслуги;
5) πλ. ценности, ценные бумаги;κινητές αξίες ценные бумаги; χρηματιστήριο[ν] αξιών биржа;§ κατ' αξίαν — заслуженно, по заслугам; — по достоинству;
παρ' αξίαν — незаслуженно, не по заслугам, не по достоинству
-
3 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
4 τιμη
дор. τῑμά ἥ1) определение стоимости, оценка(τοῦ κλήρου Plat.)
τ. τῆς ἀξίας τινός Arst. — мерило ценности чего-л.2) цена, стоимость(τῆς αὐτῆς τιμῆς πωλεῖν Lys., Plat.)
εἰπεῖν τιμάς Plat. — назначить цены3) вырученная сумма, выручкаἡ τ. τῆς λείας Xen. — сумма, вырученная от (продажи) добычи
4) возмещение(τιμέν ἀποτίνειν τινί Hom.)
5) отплата, местьὃς κεῖται ἐμῆς ἕνεκα τιμῆς Hom. — (Патрокл), который пал, мстя за меня
6) наказание, караοὐ σέ αὕτη ἥ τ. Plat. — эту кару нести не тебе, т.е. твоей вины тут нет
7) честь, почет(τ. καὴ κῦδος Hom.; προφήτης ἐν τῇ ἰδίᾳ πατρίδι τιμέν οὐκ ἔχει погов. NT.)
τιμῇ Soph. — с честью8) почитание, уважениеτ. θεῶν Hom. — почитание богов (ср. 7);
τιμῆς ἕνεκα Xen. — в виде (из) уважения (ср. 5);ἥ ὑπὸ πάντων τ. Xen. — всеобщее уважение9) воздаяние, вознаграждение, награда10) культ. приношение, дарыγάποτοι τιμαὴ νερτέροις θεοῖς Aesch. — впитываемые землей подношения (т.е. возлияния) подземным богам
11) достоинство, сан, почетное звание, постοἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς καὴ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς Plat. — занимающие государственные должности и прочие почетные места;
τιμέν ἔχειν προσάγειν τοὺς δεομένους Xen. — иметь обязанностью вводить просителей, т.е. занимать пост секретаря;ἐκβαλεῖν τινα ἐκ τῆς τιμῆς Xen. — смещать кого-л. с должности;τ. ἄχαρις Her. — неприятная обязанность -
5 четверть
-и θ.1. το τέταρτο, το τεταρτημόριο•четверть века το τέταρτο του αιώνα, εικοσιπενταετία•
четверть стоимости το τέταρτο της αξίας•
четверть яблока το τέταρτο του μήλου•
четверть часа τέταρτο της ώρας•
четверть двенадцатого το τέταρτο του δώδεκα.
2. το τρίμηνο•отметка (оценка) за четверть (σχολικός) βαθμός του τρίμηνου•
первая четверть το πρώτο τρίμηνο.
3. το τεταρτημόριο διαφόρων ρωσικών μέτρων.4. το τέταρτο μουσικής νότας.5. το τέταρτο της σελήνης•последняя четверть луны το τελευταίο τέταρτο της σελήνης ή η τελευταία φάση.
-
6 τιμημα
1) определение стоимости, оценка(τῆς χώρας Dem.)
πρίασθαί τι τοῦ τιμήματος τῆς ἀξίας Eur. — покупать что-л. согласно справедливой оценке2) податная оценка имущества, имущественный цензοἱ ἀπὸ μακροῦ τιμήματος Arst. — граждане с высоким имущественным цензом;
ἥ ἀπὸ τιμημάτων πολιτεία Arst. — цензовое государство ( в котором должности замещаются в соответствии с имущественным цензом)3) цензовая подать, налогπεντεκαίδεκα ταλάντων τρία τάλαντα τ. (sc. ἐστιν) Dem. — налог с имущества в пятнадцать талантов составляет три таланта
4) возда(ва)ние почестей(τ. τύμβου Aesch.)
5) кара, наказание, штраф(τιμάτω τὸ δικαστήριον τὸ τ. Plat.)
6) юр. возмещение, исковая сумма Isocr. -
7 απέναντι
επίρρ.1) напротив, против, перед; απέναντί μου напротив меня, передо мной;απέναντι από το σπίτι ( — на)против дома;
2) в счёт (чего-л.);απέναντι στο λογαριασμό — в счёт причитающейся суммы;
λαμβάνω απέναντι τού μισθού ( — или στο μισθό) — получать в счёт зарплаты;
καταβάλλω απέναντι της αξίας τού σπιτιού ένα ποσόν — вносить сумму в счёт стоимости дома;
3) по отношению к...; по сравнению с...;η αμοιβή είναι μικρή απέναντι στον κόπο πού καταβλήθηκε — это вознаграждение мало по сравнению с затраченным трудом;
απέναντί μου είναι ειλικρινής он со мной искренен, откровенен;§ δεν. τολμώ να εμφανισθώ απέναντί του я боюсь показаться ему на глаза -
8 деноминация
(фин., эк)1. (переименование бумажных денежных знаков с понижением их нарицательной стоимости) η νομισματική μεταρρύθμιση (η περικοπή των μηδενικών του νομίσματος) 2. (купюра) το χαρτονόμισμα, (достоинство) η κατηγορία της ονομαστικής αξίας (του χαρτονομίσματος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деноминация
-
9 уменьшение
1. (в количестве, числе, силе, мощности и т.д.) η ελάττωση, η μείωσηлинейное полигр. - γραμμική -2. (линзы, объектива, изображения при печати и т.д.) η σμίκρυνσηоптическое - οπτική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уменьшение